- μικροπαλαιοντολογία
- η (παλαιοντ.) κλάδος τής παλαιοντολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τών απολιθωμάτων μικροσκοπικών διαστάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. micropaleontology (βλ. μικρ[ο]-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek